- εὐφαρέτρας
- εὐφαρέτρᾱς , εὐφαρέτρηςwith beautiful quivermasc acc pl (doric)εὐφαρέτρᾱς , εὐφαρέτρηςwith beautiful quivermasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευφαρέτρης — εὐφαρέτρης, και δωρ. τ. εὐφαρέτρας, ο (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ωραία φαρέτρα, ωραία θήκη για βέλη («τὸν εὐφαρέτραν Ἀπόλλω προστάταν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φαρέτρα] … Dictionary of Greek